- ωοθυλακίνη
- Mε την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται η ορμόνη, η οποία αποτελεί δραστικό στοιχείο του ωοθυλακίου. Εξάλλου η ω. εκκρίνεται σε μικρή ποσότητα και από τον φλοιό των επινεφριδίων. Σήμερα υπάρχουν πολλές συνθετικές ουσίες, που έχουν την ίδια φυσιολογική δράση.
* * *η, Ν(βιοχ.) άλλη ονομασία τής οιστρόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθυλάκιο + κατάλ. -ίνη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. folliculine].
Dictionary of Greek. 2013.