ωοθυλακίνη

ωοθυλακίνη
Mε την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται η ορμόνη, η οποία αποτελεί δραστικό στοιχείο του ωοθυλακίου. Εξάλλου η ω. εκκρίνεται σε μικρή ποσότητα και από τον φλοιό των επινεφριδίων. Σήμερα υπάρχουν πολλές συνθετικές ουσίες, που έχουν την ίδια φυσιολογική δράση.
* * *
η, Ν
(βιοχ.) άλλη ονομασία τής οιστρόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθυλάκιο + κατάλ. -ίνη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. folliculine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μπούτεναντ, Άντολφ Φρίντριχ Γιοχάνες — (Adolph Friedrich Jochannes Butenandt, Βεσερμί ντε Λέχε 1903 – 1995). Γερμανός βιοχημικός. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν, όπου και πήρε το δίπλωμά του το 1927. Το 1939 τιμήθηκε μαζί με τον Ρούζιτσκα με το βραβείο Νόμπελ για τη Χημεία, το οποίο η… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”